- πεφυζότες
- πεφυγμένος, πεφυζότες: see φεύγω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πεφυζότες — φεύγω flee perf part act masc nom pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύζω — Α (επικ. τ.) φεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη τού οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. πεφυζότες. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφού ο τ. πεφυζότες θα… … Dictionary of Greek